-
1 παίω
Aπαῖ X.Cyn.6.18
codd.: [tense] fut. , X.An.3.2.19, , Lys. 459: [tense] aor.ἔπαισα Supp.Epigr.2.509.4
, al. (Crete, v B. C.), A.Pers. 397, X.An.5.8.10: [tense] pf. , ( ὑπερ-) Ar.Ec. 1118, D.50.34:—[voice] Med., [tense] impf.ἐπαιόμην Plu.Pomp.24
: [tense] aor.ἐπαισάμην X. Cyr.7.3.6
:—[voice] Pass., [tense] aor. , Ch. 184, Luc.Salt.10: [tense] pf. πέπαισμαι ([etym.] ἐμ-) Ath.12.543f; but the pass. tenses were mainly supplied by πλήσσω (παίσαντές τε καὶ πληγέντες S.Ant. 171
); and ἐπάταξα (from πατάσσω ) was generally used as [tense] aor.:—poet. Verb (not in Hom., rare in [dialect] Att. Prose), strike, smite, whether with the hand, or with a rod or other weapon,σκυτάλοισί τινας Hdt.3.137
, cf. A.Ag. 1384, etc.: freq. with acc. omitted,παισθεὶς ἔπαισας Id.Th. 957
; παῖε πᾶς strike home!, E.Rh. 685; παισάτω πᾶς ( παῖς codd.),παῖ δή, παῖ δή X.Cyn.
l.c.;π. τινὰ ἐς τὴν γῆν Hdt.9.107
;π. τινὰ μάστιγι S.Aj. 242
(lyr.), etc.;π. ὑφ' ἧπαρ αὑτήν Id.Ant. 1315
;παίσας πρὸς ἧπαρ φασγάνῳ E.Or. 1063
;π. τινὰ ἐς τὴν γαστέρα Ar.Nu. 549
;εἰς τὰ στέρνα X.Cyr. 4.6.4
;τινὰ ἐς πλευρὰν ξίφει E.Rh. 794
;κατὰ τὸ στέρνον X.An.1.8.26
; , cf. OT 1270;τὸν νῶτόν τινος Alciphr.3.43
: c. dupl. acc.,π. ῥοπάλῳ τινὰ τὸ νῶτον Ar.Av. 497
: c. acc. cogn., ὀλίγας π. (sc. πληγάς) X.An.5.8.12; τί μ' οὐκ ἀνταίαν ἔπαισέν τις (sc. πληγήν) ; S.Ant. 1309 (lyr.); π. ἅλμην, of rowers, A.Pers. 397, E.IT 1391:—[voice] Med., ἐπαίσατο τὸν μηρόν he smote his thigh, X.Cyr. 7.3.6, cf. Plu.Pomp.24:—[voice] Pass.,παιομένους Th.4.47
, cf. A.Pers. 416, Antipho 2.4.4, etc.; πὺξ παιόμενος, opp. ἐγχειριδίῳ πληγείς, Lys. 4.6.b rarely of missiles, X.Cyr.6.4.18:—[voice] Pass.,τὰ παιόμενα τοῖς κεραυνοῖς Plu.2.665d
; of atoms, παίονται καὶ παίουσι τὸν ἅπαντα χρόνον ib.1111e.2 c. acc. instrumenti, drive, dash one thing against another, ναῦς ἐν νηῒ στόλον ἔπαισε struck its beak against.., A.Pers. 409;π. λαιμῶν εἴσω ξίφος E.Or. 1472
(lyr.); [ναῦς] θάλασσα π. πρὸς χωρία δύσορμα Plu.Pyrrh.15
: metaph.,ἐν δ' ἐμῷ κάρᾳ θεὸς.. μέγα βάρος ἔπαισεν S.Ant. 1274
(lyr.).II intr., strike, dash against or upon, (anap.);πρὸς τὰς πέτρας π. X.An.4.2.3
: c. acc.,ἔπαισεν ἄφαντον ἕρμα A.Ag. 1007
(lyr.); λανθάνει στήλην ἄκραν παίσας, of a charioteer, S.El. 745. (From Παϝιω, cf. Lat. pavio, pavimentum.) -
2 στόρνυμι
Grammatical information: v.Meaning: `to stretch out, to spread out, to make one's bed, to even, to pave, to strew, to sprinkle' (ρ 32).Other forms: στρώννυμι (A. Ag. 909 [ στορνύναι Elmsley], hell. a. late), στορέννυμι (late), everywhere also - ύω, aor. στορέσαι (Il.), στρῶσαι (IA.), pass. στορεσθῆναι (Hp. a.o.), στρωθῆναι (D.S. etc.), perf. pass. ἔστρωμαι (since Κ 155), ἐστόροται or - ηται (Aeol. gramm.), ἐστόρεσμαι (late), act. ἔστρωκα (hell. a. late), fut. στορῶ (Ar.), στρώσω (E. etc.), Dor. στορεσεῖν (Theoc.), στρωννύσω (Ps.-Luc.), pass. στρωθήσομαι (LXX), vbaladj. στρωτός (Hes.).Derivatives: l. στρῶμα ( κατά-, ὑπό- a.o.) n. `which is spread out, carpet, bedding, layer' (IA.) with - άτιον n. (hell. a. late - ατεύς m. 'bed-sack' (Thphr. a.o.), `variegated patchwork' (Gell.), name of a fish (Philo ap. Ath.; after the golden stripes; Bosshardt 62, Strömberg Fischn. 28), - ατίτης ἔρανος `picknick with one's own bedding' (Cratin.; Redard 115), - ατίζω `to provide with a carpet, to plaster' (hell. inscr., Poll., H.). 2. στρωμνή, Dor. -ά, Aeol. -ᾶ f. `carpet, mattress, bed' (Sapph., Pi., Att. etc.) with - άομαι in ἐστρωμνημένος (Phot.); cf. λίμνη, ποίμνη a.o. 3. στρῶσις ( ὑπό- a.o.) f. `the spreading, plastering' (hell. a. late). 4. στρωτήρ m. `cross-beam, roof-lath' (Ar. Fr. 72, hell. a. late) with - ήριον, - ηρίδιον `id.' (EM, H., Suid.); στρώτης m. `one that gets ready the beds and dinner couches' (middl. com., Plu.). 5. On itself stands στορεύς m. `the lower, flat part of a device for making fire' (H., sch.). = γαληνοποιός (H.); from *στόρος or -ά?; cf. Bosshardt 80. 6. With ο-vowel also στόρνη f. = ζώνη (Call., Lyc.), prob. to στόρνυμι; here Myc. api tonijo (Taillardat REGr. 73, 5ff.)?? Thus στορνυτέα καταστρωτέα, περιοικοδομητέα H.Etymology: The original triad στόρ-νυμι: στορέ-σαι: στρω-τός, ἔ-στρω-μαι is partly leveled through innovations: στρώννυμι (after ζών-νυ-μι for ζωσ-), στρῶσαι after στρωτός, ἔστρωμαι; στορέννυμι after στορέσαι. As in κορέσαι, κορέννυμι, ὀλέσαι, ὄλλυμι a.o. the ο-vowel makes difficulties and has aroused a lively discussion (s. lit. s. vv.). With στόρνυμι (for *στάρνυμι?) agrees further formally Skt. str̥ṇóti `stretch down, throw down'; because of Germ., e.g. Goth. straujan, NHG streuen we can posit an IE * streu- with n-infix. Other nasal presents are Skt. str̥ṇā́ti `id.', Lat. sternō = OIr. sernim `spread out', Alb. shtrinj `id.' (IE *str̥ni̯ō). On semantic differentiation Narten Münch. Stud. 22, 57 ff., Sprache 14, 131 f. To the zero grade στρωτός answers Lat. strātus, Lith. stìrta f. `heap of hay, piled up heap, dry scaffolding' and Skt.stīrṇá- `spread out'. Disyllabic the full grade στορέ-σαι like Skt. a-starī-ṣ (2. sg.; midd. 3. sg. a-stari-ṣṭa, inf. stari-tavai; one expects * sterh₃- which would give στερο-, which has been metathesized to στορε-, but we don't know how or why; cf Schwyzer 752). Also στρῶμα has an exact counterpart, i.e. in Lat. strāmen, strāmentum `straw' (beside Skt. stárĩ-man- n. `expansion'; cf. Schwyzer 520 w. n. 5). Also agree στόρνη = ζώνη and Slav., e.g. Russ. storoná `region, side', both prob. as innovations. The isolated στορεύς (from *στόρος, -ά or innovation to στορ-έσαι, - νυμι?) represents also the same vowel grade as Russ. pro-tór m. `room, greatness' and Skt. pra-stará- m. `straw, cushion, flatness'. Further forms w. lit. in Bq, WP. 2, 638ff., Pok. 1029ff., W.-Hofmann s. sternō, Fraenkel s. stìrta, Vasmer s. prosterétь and storoná. On the stemformation esp. Strunk Nasalpräs. u. Aor. (1967) 113 f. Cf. still στέρνον and στρατός.Page in Frisk: 2,802-803Greek-English etymological dictionary (Ελληνικά-Αγγλικά ετυμολογική λεξικό) > στόρνυμι
-
3 χθών
a earth, soil, groundοὐ χθόνα ταράσσοντες ἐν χερὸς ἀκμᾷ O. 2.63
χαλκέαις δ' ὁπλαῖς ἀράσσεσκον χθόν P. 4.226
“ ὅσσα τε χθὼν ἠρινὰ φύλλ' ἀναπέμπει” P. 9.46ταχὺ δ' ἄγκυραν ἔρεισον χθονὶ P. 10.51
ἀριστεύοισαν εὐκάρπου χθονὸς Σικελίαν N. 1.14
χθονὶ γυῖα καλύψαι (τεθνάναι Σ.) N. 8.38ὁ δ' Ἀμφιαρεῖ σχίσσεν κεραυνῷ παμβίᾳ Ζεὺς τὰν βαθύστερνον χθόνα N. 9.25
μετὰ χειμέριον ποικίλα μηνῶν ζόφον χθὼν ὥτε φοινικέοισιν ἄνθησεν ῥόδοις I. 4.18
κεραυνῷ χθόν' ἀνοιξάμενοι Pae. 8.73
ἢ παγετὸν χθονός Pae. 9.18
κατὰ [χ]θόν ε[ (supp. Lobel) Δ. 4. h. 12. τότε βάλλεται, τότ' ἐπ ἀμβρόταν χθόν ἐραταὶ ἴων φόβαι (v. l. χέρσον) fr. 75. 16. ὄλβιος ὅστις ἰδὼν κεῖν' εἶσ ὑπὸ χθόν fr. 137. 1. ὅσ' ἀγλαὰ χθὼν πόντου τε ῥιπαὶ φέροισιν (Reiske: ἀγλαόχθων codd.) fr. 220. 2.b landὅτε χθόνα δατέοντο Ζεύς τε καὶ ἀθάνατοι O. 7.55
of Delphi,ὀμφαλὸν ἐριβρόμου χθονὸς ἐς νάιον προσοιχόμενοι P. 6.4
παρὰ μέγαν ὀμφαλὸν εὐρυκόλπου μόλεν χθονός N. 7.34
χθονὸς ὀμφαλὸν παρὰ σκιάεντα Pae. 6.17
of Delos, χθονὸς εὐρείας ἀκίνητον τέρας fr. 30c. 3. τηλέφαντον κυανέας χθονὸς ἄστρον fr. 33c. 5. opp. to sea,λέγοντι μὰν χθόνα μὲν κατακλύσαι μέλαιναν ὕδατος σθένος O. 9.50
πέταται δ' ἐπί τε χθόνα καὶ διὰ θαλάσσας τηλόθεν ὄνυμ αὐτῶν N. 6.48
καὶ πάγκαρπον ἐπὶ χθόνα καὶ διὰ πόντον βέβακεν ἐργμάτων ἀκτὶς I. 4.41
frag.,ἐλα]χύνωτον στέρνον χθονός Pae. 4.14
ἐγὼ μὲν ὑπὲρ χθονὸς ὑπέρ τ' ὠκεανοῦ Pae. 8.14
cf. fr. 220. 2, O. 2.63c land, countryἴδε καὶ κείναν χθόνα O. 3.31
τᾶσδέ ποτε χθονὸς οἰκιστὴρ O. 7.30
ἐς εὐδείελον χθόνα —κλειτᾶς Ἰαολκοῦ P. 4.77
νιν πολυμήλου καὶ πολυκαρποτάτας θῆκε δέσποιναν χθονὸς P. 9.7
“ ἵνα οἱ χθονὸς αἶσαν δωρήσεται” P. 9.56τοὶ σὺν πολέμῳ κτησάμενοι χθόνα πολύδωρον Pae. 2.60
χθόνα τοί ποτε καὶ στρατὸν ἀθρόον πέμψαν κεραυνῷ τριόδοντί τε ἐς τὸν βαθὺν Τάρταρον Pae. 4.42
d fragg. ]ναιγιν χθόν, α[ fr. 215b. 7. ] χθονος αἰχμα[ (? ἐλασι]χθονος Snell) fr. 215c. 5. -
4 μαστός
μαστός, ὁ, [dialect] Ep., [dialect] Ion. [full] μαζός, Hom., Hdt. (exc. in 3.133, 5.18, where codd. give μαστός; twice in codd. of Trag., A.Ch. 531, E.Ba. 701); [dialect] Dor. [full] μασδός Theoc.3.16,48; later [full] μασθός LXX Is.32.12 (cod.A), al., Asclep. ap. Gal.13.934, Apoc.1.13 (v.l.), IG3.238A b, PMag.Lond.121.208, etc., also in codd. of A. Ch. 545:—usage contradicts the statement of Gramm. that μαζός is the man's breast, μαστός the woman's:— breast,δεξιτερὸν κατὰ μαζόν Il.5.393
; of men's breasts, ;βάλε στῆθος παρὰ μαζόν 8.121
, cf. Od.22.82, X.An.1.4.17, 4.3.6.2 more freq. of a woman's breast, μαζὸν ἀνέσχε, of Hecuba pleading with Hector, Il.22.80; εἴ ποτέ τοι λαθικηδέα μαζὸν ἐπέσχον ib.83; γυναῖκά τε θήσατο μαζόν sucked her breast, 24.58;πάϊς δέ οἱ ἦν ἐπὶ μαζῷ Od. 11.448
;σὺ δέ μ' ἔτρεφες.. τῷ σῷ ἐπὶ μαζῷ 19.483
; soφαίνουσαι τοὺς μαζούς Hdt.2.85
;τοὺς μ. ἀποταμοῦσα Id.4.202
;ἐπὶ τοῦ μαστοῦ ἔφυ φῦμα Id.3.133
;προὔκειτο μαστῶν περονίς S.Tr. 925
; προσέσχε μαζόν, of the mother, A.Ch. 531; μαστὸν ἀμφέχασκε, of the child, ib. 545, cf. 897;μαστῶν ἀποστάς S.El. 776
;πῶλον ἀφέλξων σῶν ἀπὸ μαστῶν E.Hec. 142
(anap.), etc.II metaph., any round, breast-shaped object:1 round hill, knoll, Pi.P.4.8, X.An.4.2.6, Call.Del.48.3 at Paphos, breast-shaped cup, Apollod. Cyren. ap. Ath.11.487b, cf. IG7.3498 ([place name] Oropus), 11(4).1307.21 ([place name] Delos).
См. также в других словарях:
στέρνο — το / στέρνον, ΝΜΑ 1. το πρόσθιο μέρος τού θώρακα, το στήθος («παίει κατὰ τὸ στέρνον καὶ τιτρώσκει διὰ τοῡ θώρακος», Ξεν.) 2. πλατύ επίμηκες και μονοφυές οστό που καταλαμβάνει τη μεσότητα τής εμπρόσθιας μοίρας τού θώρακα και με το οποίο… … Dictionary of Greek
αμφίστερνος — ἀμφίστερνος, ον (Α) αυτός που έχει διπλό στέρνο. Κατά τον Ησύχ. «ἀμφίστερνον δεινόν». [ΕΤΥΜΟΛ. < ἀμφι * + στερνος < στέρνον] … Dictionary of Greek
μαλάζω — και μαλάσσω (AM μαλάσσω, Α αττ. τ. μαλάττω) 1. κάνω κάτι μαλακό τρίβοντάς το με το χέρι ή με μηχανή 2. (σχετικά με μέταλλο) καθιστώ επεξεργάσιμο, μαλακώνω («ὁ σίδηρος ἐν τῷ πυρὶ μαλασσόμενος αὖθις ὑπὸ ψυχροῡ πυκνοῡται», Πλούτ.) 3. καταπραΰνω,… … Dictionary of Greek
ποικιλόστερνος — ον, Α (κατά τον Ησύχ. και τον Φώτ.) μτφ. αυτός που σκέπτεται ή μηχανεύεται ποικίλα πράγματα, ποικιλομήτης*. [ΕΤΥΜΟΛ. < ποικίλος + στερνος (< στέρνον), πρβλ. ευρύ στερνος] … Dictionary of Greek
στένιον — Α (κατά τον Ησύχ.) «στῆθος». [ΕΤΥΜΟΛ. Η λ. συνδέεται με τους τ. στέρνον και στέρνιον] … Dictionary of Greek
στέρνιξ — ικος, ἡ, Α (κατά τόν Ησύχ.) «ἐντεριώνη». [ΕΤΥΜΟΛ. < στέρνον + επίθημα ιξ (πρβλ. χόλ ιξ, ῥῆν ιξ)] … Dictionary of Greek
στερνίδιο — το / στερνίδιον, ΝΑ νεοελλ. συν. στον πληθ. τα στερνίδια ανατ. τα κατά την εμβρυϊκή ηλικία ενωμένα με χόνδρο οστά τού στέρνου, από τα οποία, όταν συγκολλούνται, σχηματίζεται το στέρνο αρχ. 1. (ως υποκορ.) μικρό στέρνο 2. προστερνίδιο. [ΕΤΥΜΟΛ.… … Dictionary of Greek
στερνίτης — ο, ΝΑ και θηλ. στερνῖτις, ίτιδος, Α νεοελλ. 1. ζωολ. κοιλιακό τμήμα τών μεταμερικών σωματικών δακτύλων τού χιτινώδους περιβλήματος τών αρθροπόδων 2. φρ. α) «στερνίτης μυς» ανατ. υποτυπώδης μυς που εκφύεται από τη θωρακική περιτονία και καταφύεται … Dictionary of Greek